- Αιτωλικό
- Sp Etolikas Ap Αιτωλικό/Aitoliko L V Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Αιτωλικό — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 4 μ., 4.312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του δήμου Αιτωλικού (βλ. λ. Αιτωλικού, δήμος). Η κωμόπολη είναι χτισμένη πάνω σε ένα μικρό νησί που έχει μήκος 500 μ. και πλάτος 400 μ … Dictionary of Greek
Καρβέλης, Τάκης — (Αιτωλικό 1925 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (καθηγητής, γυμνασιάρχης,… … Dictionary of Greek
Κατράκη, Βάσω — (Αιτωλικό 1914 – Αθήνα 1988).Χαράκτρια και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία και στη Γερμανία. Έργα της παρουσιάστηκαν πρώτη φορά το 1950, σε έκθεση της ομάδας… … Dictionary of Greek
Μπραέσας, Δήμος — (Αιτωλικό 1882 – Αθήνα 1964). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δίδαξε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία (1926 1948). Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από έναν ιμπρεσιονιστικό υπαιθρισμό με ιδιαίτερη έμφαση στις διακυμάνσεις του φωτός.… … Dictionary of Greek
Aitoliko — Infobox Greek Dimos name = Aitoliko name local = Αιτωλικό periph = West Greece prefec = Aetolia Acarnania province = population = 7216 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/ source] pop dens = 56 area = 129.3… … Wikipedia
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
Λιακατάς, Γρηγόριος — (; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821 από τον Ασπροπόταμο. Διετέλεσε αρματολός Κλεινοβού πριν από την Επανάσταση. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό και σκοτώθηκε το 1826 στο νησί Ντολμά του Μεσολογγίου κατά την επίθεση των… … Dictionary of Greek
Οφιονείς ή Οφιείς — Αρχαίο αιτωλικό φύλο, που κατοικούσε στα ΒΑ της Αιτωλίας, κοντά στα βουνά Κόρακα και Οίτη, και επεκτεινόταν έως τον Μαλιακό κόλπο. Περιλάμβανε τους Καλιείς και τους Βωμείς, που μαζί με τους Αγραίους, τους Ευρυτάνες, τους Κουρήτες και τους… … Dictionary of Greek
Ράγκος — Επώνυμο αγωνιστών της Επανάστασης και πατριωτών. 1. Ιωάννης. Οπλαρχηγός στην επαρχία Βάλτου και μέλος της Φιλικής Εταιρείας (1790 1865). Πήρε μέρος στις μάχες στο Αυτί, στον Κραβασαρά, στους Καλαρρύτες και στο Συράκο. Διατέλεσε πληρεξούσιος στην… … Dictionary of Greek
List of municipalities and communities in Greece — This is an alphabetical list of municipalities and communities in Greece. For an ordered list of cities with population over 30,000 see List of cities in Greece. A B C D E F G H I K L M N O P R S T V X Y Z See also A Name Greek name Prefecture A … Wikipedia